- ἰάσομαι
- исцелил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἰάσομαι — ἰά̱σομαι , ἰάομαι j aor subj mp 1st sg (epic doric aeolic) ἰά̱σομαι , ἰάομαι j fut ind mp 1st sg (doric aeolic) ἰάζω aor subj mid 1st sg (epic) ἰάζω fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)